- περασιά
- η1. ο τόπος από όπου μπορεί κανείς να περάσει προκειμένου να πάει από έναν χώρο σε έναν άλλο, διάβαση2. (τυπογρ.) κάθετη ή οριζόντια νοητή ευθυγράμμιση διαφορετικών κειμένων ή εικόνων που τοποθετούνται σε απόσταση μεταξύ τους στο μοντάζ3. ναυτ. δίερση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. πέρασα τού περνώ + κατάλ. -ιά].
Dictionary of Greek. 2013.